- εντράδα
- η(λ. ιταλ.)1. φαγητό από κρέας και λαχανικά.2. είσοδος πλοίου σε λιμάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εντράδα — η (Μ ἐντράδα και ἰνδράδα και ἰντράδα και ἰτράδα και νιντράδα και νιτράδα) [ιταλ. entrata] νεοελλ. 1. φαγητό που παρασκευάζεται με κρέας και λαχανικά 2. ναυτ. είσπλους μσν. εισόδημα, σοδειά … Dictionary of Greek